Η Ιλόνα Γκόλαμπεκ, 27 χρόνων, δέχτηκε 7 χτυπήματα με σφυρί από τον 42χρονο Καμίλ Ράνοτσεκ, όταν ο άνδρας διαπίστωσε ότι η νεαρή γυναίκα είχε επικοινωνία με έναν τρίτο άνδρα μέσω του Tinder.
Ο Ράνοτσεκ τυφλωμένος από ζήλια την χτύπησε με μανία, στο διαμέρισμά τους, στην πόλη Μπόστον του Λίνκλολνσαϊρ, καθώς στο διπλανό δωμάτιο κοιμόταν η τρίχρονη κόρη τους. Στη συνέχεια τεμάχισε το άψυχο σώμα της και το πέταξε σε ένα πάρκο. Ο Ράνοτσεκ είπε στους αστυνομικούς ότι η νεαρή γυναίκα «εξαϋλώθηκε στον αέρα».
Ωστόσο, όλες οι λεπτομέρειες του ειδεχθούς εγκλήματος οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο Ράνοτσεκ ήταν ο δράστης. Αλλά δεν υπήρχαν ούτε αποδείξεις, ούτε -πολύ περισσότερο -κάποια μαρτυρία σε βάρος του.
Ο δικηγόρος που ακολούθησε την τακτική ενός δικαστή, του 1910
Ο δικηγόρος Γκόρντον Άσπντεν, που είναι εξειδικευμένος στη διερεύνηση εξαιρετικά περίπλοκων υποθέσεων, έδωσε τη λύση, χρησιμοποιώντας δεδομένα από μία δίκη που είχε γίνει το 1910. Τα δεδομένα αυτά ήταν μια σειρά ερωτήσεων:
«Στις 11 το βράδυ, της 9ης Νοεμβρίου, επιστρέψατε στο σπίτι και μείνατε μόνοι στο καθιστικό της οικίας στην οδό Wormgate 26a, με την Ιλόνα Γκόλαμπεκ. Είναι αυτό σωστό;» ρώτησε ο δικηγόρος και ο Ράνοτσεκ απάντησε θετικά.
«Η Ιλόνα Γκόλαμπεκ ήταν ζωντανή;» ήταν η δεύτερη ερώτηση που έθεσε ο δικηγόρος .
«Ναι», απάντησε ο Ράνοτσεκ και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
«Και ήταν καλά;»
«Ναι»
«Γνωρίζετε κάποιο άλλο άτομο στο κόσμο που να την είδε ζωντανή έκτοτε;»
«Όχι».
Ο Ράνοτσεκ, εργαζόμενος σε βιομηχανία πουλερικών, υποστήριξε ότι εκείνο το βράδυ είχε πάει στο σπίτι κάποιου φίλου του που γιόρταζε τα γενέθλιά του και επιστρέφοντας, στις 11, βρήκε την Γκόλαμπε να κάθεται στον καναπέ του καθιστικό με το κινητό στο χέρι. Είπε ακόμη ότι πήγε στο κρεβάτι και ξύπνησε στις 2.20 τα ξημερώματα για να ετοιμαστεί για τη δουλειά του, όταν και διαπίστωσε ότι η νεαρή κοπέλα «είχε εξαφανιστεί».
Η Ιλόνα Γκόλαμπεκ διαπιστώθηκε ότι μέχρι τις 11.46 το βράδυ εκείνο συνομιλούσε με κάποιον άνδρα στο Tinder.
Οι ένορκοι στο δικαστήριο πείστηκαν από τις ερωτήσεις του δικηγόρου Γκόρντον Άσπντεν και τις απαντήσεις που έλαβε, ότι η Γκόλαμπεκ δεν βγήκε από το διαμέρισμα αυτό ζωντανή.
Ο Ράνοτσεκ αρνήθηκε ότι «χρησιμοποίησε τις δεξιότητες που έχει ως χασάπης» για να κατακρεουργήσει το άψυχο σώμα της γυναίκας. Αλλά το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο και επέβαλε ποινή ισόβιας κάθειρξης.
Το περίφημο «τεστ Κρίπεν»
Ο δικηγόρος Γκόρντον Άσπντεν έδωσε στο δικαστήριο τα στοιχεία που χρειαζόταν για να καταδικάσει τον Ράνοτσεκ ακολουθώντας την τακτική του εισαγγελέα Ρίτσαρντ Μούιρ, στη δίκη του γιατρού Χάουλεϊ Κρίπεν, το 1910.
Η υπόθεση αυτή έχει μείνει στα ιστορικά για τον τρόπο με τον οποίο την χειρίστηκε ο εισαγγελέας.
Ο Δρ. Χάουλεϊ Κρίπεν καταδικάστηκε για τη δολοφονία και τον διαμελισμό του σώματος της συζύγου του, Κόρα. Ο Κρίπεν έθαψε τη σορό της γυναίκας του στον κήπο του σπιτιού τους στο Λονδίνο και πέντε μήνες μετά επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο και έφυγε για τον Καναδά. Αλλά εν πλω συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Όταν ο Χάουλεϊ Κρίπεν οδηγήθηκε ως ύποπτος για τον φόνο της Κόρα ενώπιον του δικαστηρίου, ο εισαγγελέας Ρίτσαρντ Μούιρ τον ρώτησε:
«Το πρωί της 1ης Φεβρουαρίου είχατε μείνει μόνος στο σπίτι σας με την σύζυγό σας;»
«Ναι», απάντησε ο Κρίπεν..
«Ήταν ζωντανή;» ρώτησε ο εισαγγελέας.
«Ναι, ήταν»
«…και ήταν καλά;»
«Ναι, ήταν», απάντησε ο γιατρός .
«Γνωρίζετε κάποιο άλλο άτομο στον κόσμο που την είδε ζωντανή έκτοτε;», ρώτησε ο εισαγγελέας.
«Δεν γνωρίζω», απάντησε ο γιατρός.
Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο και τον καταδίκασε στην εσχάτη των ποινών.
Η υπόθεση Κρίπεν έμεινε στην ιστορία γιατί ο τρόπος με τον οποίο ο εισαγγελέας έθεσε στον κατηγορούμενο τις ερωτήσεις και οι απαντήσεις που πήρε, έπεισε τους ενόρκους και τους δικαστές για την ενοχή του κατηγορούμενου. Είναι το λεγόμενο «τεστ Κρίπεν».
Σύλληψη βγαλμένη από αστυνομικό μυθιστόρημα
Η σύλληψη του γιατρού Κρίπεν έγινε με τρόπο περιπετειώδη.
Η σορός της γυναίκας βρέθηκε τρεις μήνες μετά τη δολοφονία, αλλά ο σύζυγός της είχε ήδη εξαφανιστεί. Ωστόσο η εφημερίδα Daily Mail δημοσίευσε τότε μία φωτογραφία του γιατρού που είχε γίνει άφαντος. Η αστυνομία όμως δεν τον εντόπισε και ο γιατρός Κρίπεν, με την ερωμένη του επιβιβάστηκαν τον Ιούλιο του 1910 στο πλοίο Montrose, με σκοπό να αρχίσουν μια καινούρια ζωή στον Καναδά ως κύριος και κυρία Ρόμπινσον.
Όμως ο καπετάνιος του πλοίου, είχε τύχει να διαβάσει την εφημερίδα, είχε δεν την φωτογραφία του γιατρού Κρίπεν και ανάμεσα στους επιβάτες του πλοίου είδε τον «κύριο Ρόμπινσον», που του θύμισε τον γιατρό Κρίπεν. Ειδοποίησε μέσω του τηλέγραφου την Σκότλαντ Γιαρντ και καθώς το πλοίο έπλεε ανοικτά του Φάδερ Πόιντ, 170 μίλια από το Κεμπέκ, ο Δρ. Κρίπεν και η ερωμένη του συνελήφθησαν από τον Κάπτεν Κένταλ.
Η διαλεύκανση της πολύκροτης υπόθεσης ήταν αποτέλεσμα ενός ρεπορτάζ, που το διάβασε ένας παρατηρητικός καπετάνιος και της οξυδέρκειας του εισαγγελέα που υποχρέωσε τον ύποπτο να παραδεχτεί πως ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είχε δει ζωντανή τη γυναίκα του, πριν «εξαφανιστεί».
Περισσότερα Νέα Κατηγορίας...
Σερβία: Φίλος της Παρτίζαν άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη διάρκεια του ματς με την Μπαρτσελόνα
Τρίτη μέρα βομβαρδισμών στο Λίβανο – Το Ισραήλ έπληξε περιοχές που ελέγχει η Χεζμπολάχ στη Βηρυτό
Reuters: Μαζικές απολύσεις ετοιμάζει ο Τραμπ στο Πεντάγωνο