31 Οκτωβρίου, 2024

Σακελλαροπούλου: Η ενδυνάμωση της δημοκρατίας αποκτά υπαρξιακή σημασία σε μια εποχή ανατροπών

«Η ενδυνάμωση της δημοκρατίας αποκτά υπαρξιακή σημασία σε μια εποχή ανατροπών και διακινδυνεύσεων» τόνισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, κατά την ομιλία της στην επετειακή εκδήλωση «Ενδυναμώνοντας τη Δημοκρατία – 50 χρόνια από την ελληνική επανεπικύρωση της ΕΣΔΑ και 75 χρόνια από την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης», που διοργανώνουν η Προεδρία της Δημοκρατίας και η Βουλή των Ελλήνων στο Ζάππειο Μέγαρο.

 
Η κυρία Σακελλαροπούλου υποστήριξε ότι «στις μέρες μας, απέναντι στις ριζικές και συχνά απρόοπτες αλλαγές που καταλαμβάνουν και μεταλλάσσουν τα σχέδια της ζωής μας, το καθολικό στοίχημα της δημοκρατίας είναι να οικοδομήσει μια πιο δυνατή και ανθεκτική κοινωνία, με ακλόνητη πίστη στην πρόοδο, την ειρήνη και την ευημερία». Όπως είπε «το δημοκρατικό, κοινωνικό συμβόλαιο, μας περιλαμβάνει όλους, ως φορείς ίσης ελευθερίας. Κανείς δεν πρέπει να μένει πίσω. Αυτό ήταν άλλωστε και το κύριο μέλημα των ευρωπαίων πατέρων, καθώς και η ηθική, πολιτική και νομική εντολή τους για τις επόμενες γενιές και αυτήν οφείλουμε όλοι, στο μέτρο που αναλογεί στον καθένα, να τιμήσουμε».
 
Αναφερόμενη στη δύναμη της δημοκρατίας, τόνισε ότι «δεν βρίσκεται μόνο στα μεγάλα και τα θεσμικά, αλλά και στα μικρά, τα καθημερινά, στον σεβασμό του άλλου και του δημόσιου χώρου. Στην ανάληψη της φροντίδας και της ευθύνης που συναρτάται με την ιδιότητα του πολίτη, το ενδιαφέρον για τα κοινά και το μέλλον του τόπου. Η δημοκρατία είναι μια διαρκής άσκηση για όλους μας, γιατί όλοι μας μετέχουμε σε αυτήν και τη διαμορφώνουμε, ως άτομα και μέλη του κοινωνικού συνόλου, σύμφωνα με το Σύνταγμά μας».
 
Ειδικότερα, κατά την ομιλία της, η Πρόεδρος σημείωσε ότι «αφορμή για τη διοργάνωση αυτή αποτελεί μια διπλή επέτειος. Φέτος εορτάζουμε 50 χρόνια από την επανεπικύρωση της ΕΣΔΑ από την Ελλάδα, η οποία σηματοδοτεί πανηγυρικά την επάνοδο της χώρας μας σε καθεστώς δημοκρατικής ομαλότητας. Συμπληρώνονται επίσης, 75 χρόνια από την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1949, μια χρονιά ορόσημο για την πορεία και την ιστορία της Ευρώπης».
 
Υπενθύμισε επίσης, ότι «το Συμβούλιο της Ευρώπης ιδρύθηκε μέσα από τις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για να δώσει ξανά ουσιαστικό νόημα και δύναμη στις ιδέες και τις αξίες της ηπείρου μας, με άξονα τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το Συμβούλιο και τα βασικά του όργανα υπηρετούν διαχρονικά και διαφυλάσσουν τον πυρήνα της ευρωπαϊκής μας συμβίωσης και ταυτότητας. Προάγουν και εγγυώνται αυτά που μας συνέχουν και δίνουν προοπτική σε μια Ευρώπη, που, σε καιρούς δύσκολους, προσπαθεί να διατηρήσει ακέραιο το πολιτισμικό της κεφάλαιο και να υπερασπιστεί τις θεμελιώδεις αρχές της».
 
Στο πλαίσιο αυτό, ανέφερε ότι «η ευρωπαϊκή εμβληματική στιγμή, στην οποία ανατρέχουμε στο συνέδριό μας, υπήρξε και ελληνική, ως μια ιδρυτική πράξη της Μεταπολίτευσης. Μια από τις πρώτες ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας, μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ήταν η επικύρωση, εκ νέου, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η επιστροφή της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, από το οποίο είχε ουσιαστικά αποβληθεί λίγα χρόνια νωρίτερα, και η μετέπειτα ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθορίζουν τη μεταπολιτευτική δυναμική και ανέλιξη της χώρας. Καταδεικνύουν εμφατικά την προσήλωση των Ελλήνων στα ευρωπαϊκά ιδανικά και σε μια πλήρη, ουσιαστική και αδιαπραγμάτευτη αντίληψη περί δημοκρατίας».
 
Ακολούθως, σημείωσε ότι «σύμφωνα με το τρίπτυχο των αξιών του Συμβουλίου της Ευρώπης, η δημοκρατία δεν περιορίζεται στην πλειοψηφική της εκδοχή. Δεν εξαντλείται στην εκλογική διαδικασία και την απρόσκοπτη εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, αλλά παράλληλα προστατεύει τις μειοψηφίες, τα δικαιώματά τους και τη δυνατότητά τους να καταστούν πλειοψηφίες. Η δημοκρατία συνδέεται άρρηκτα με το κράτος δικαίου και την εγγύηση των ελευθεριών μας».
 
Μιλώντας για τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, επισήμανε ότι «η φιλελεύθερη δημοκρατία εμπεδώθηκε στη χώρα μας. Όχι μόνο στην πολιτική μας συνείδηση και συμπεριφορά, αλλά και ως τρόπος ζωής. Ως ένας θεσμικός και διανοητικός ορίζοντας όλων των αγωνιών, των προσδοκιών και των οραμάτων μας. Παρά τους κλυδωνισμούς, εν μέσω των αλλεπάλληλων κρίσεων του 21ου αιώνα, και την ενίοτε μετωπική αμφισβήτηση των θεσμών, το πολίτευμα στην Ελλάδα επέδειξε αξιοσημείωτη αντοχή και απέδειξε το ιστορικό και κοινωνικό του βάθος».
 
Παράλληλα, πρόσθεσε ότι «εξαιρετικά κρίσιμη για την ποιότητα της δημοκρατίας μας παραμένει η αναφορά στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και κατεξοχήν στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η προστασία και εμβάθυνση της δημοκρατικής τάξης αποτελεί εξάλλου πρωταρχικό σκοπό της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο οποίος εξειδικεύεται και υλοποιείται σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Σε μία σειρά θεμάτων, όπως η θρησκευτική ελευθερία, η ελευθερία της έκφρασης, η αποτελεσματική και γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης, η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στην ιδιοκτησία, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου και ο έλεγχος της συμμόρφωσης σε αυτές επέφεραν σημαντικές μεταβολές, άτυπες στην αρχή, πλήρως εγγεγραμμένες, ωστόσο κατόπιν, στην ελληνική έννομη τάξη. Αυτό το πλούσιο ευρωπαϊκό κεκτημένο έχει ενσωματωθεί στο αξιακό και το συνταγματικό μας σύστημα, εμπνέει και δεσμεύει τον ερμηνευτή του δικαίου».
 
Στο πλαίσιο αυτό, παρατήρησε ότι «η ενδυνάμωση της δημοκρατίας αποκτά υπαρξιακή σημασία σε μια εποχή ανατροπών και διακινδυνεύσεων» και υπενθύμισε ότι «την προηγούμενη δεκαετία, η οξεία οικονομική κρίση έπληξε καίρια το βιοτικό επίπεδο πολλών και υπονόμευσε την εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα. Στη συνέχεια, η πανδημία οδήγησε σε σημαντικούς περιορισμούς των θεμελιωδών δικαιωμάτων που μέχρι τότε φάνταζαν αδιανόητοι σε περιόδους κανονικότητας. Το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα, θέτει με ένταση το ζήτημα της εναρμόνισης της διαφύλαξης των συνόρων, με τον σεβασμό του ανθρωπιστικού δικαίου και της οικουμενικής αξίας του ανθρώπου. Η κλιματική κρίση, που εμφανίζεται ως η σπουδαιότερη πρόκληση της εποχής μας, απαιτεί δραστικές και ριζικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης και οργάνωσης των κοινωνιών μας. Η εδραίωση της οικολογικής συνείδησης επείγει, ενώ τα καταστροφικά αποτελέσματα της αδράνειάς μας είναι ήδη ορατά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ένοπλη σύρραξη στη Μέση Ανατολή, εντείνουν ακόμη περισσότερο την γενική ανασφάλεια για την ειρήνη στον πλανήτη και τη σταθερότητα των γεωπολιτικών συσχετισμών».
 
Ωστόσο, σημείωσε ότι «τίποτε δεν μοιάζει πια αυτονόητο και δεδομένο» και συμπλήρωσε ότι «ζούμε σε μια περίοδο, στην οποία οι υλικές και κοινωνικές προϋποθέσεις εκπλήρωσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας αναπροσδιορίζονται, σε έναν κόσμο που μοιάζει μεταβατικός και αβέβαιος. Τελούμε σε συνθήκες παγκόσμιας ρευστότητας και άσκησης εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων, ακόμη και στις πιο ισχυρές δημοκρατίες του πλανήτη. Η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού και του λαϊκισμού, η οποία κορυφώνεται στις ανελεύθερες δημοκρατίες, δεν αφορά πλέον μόνο τα άκρα της πολιτικής επικράτειας, αλλά επιχειρεί να διεισδύσει σε ευρύτερα εκλογικά ακροατήρια. Ο πολιτικός ανταγωνισμός νοθεύεται από την κακόβουλη χρήση της τεχνολογίας, τα fake news, τη δημαγωγία έναντι του τεκμηριωμένου πολιτικού λόγου. Οι συγκρούσεις επικρατούν έναντι των συναινέσεων και η έλλογη βάση της δημοκρατίας συρρικνώνεται».
 
Τέλος, υποστήριξε, ότι «η δημοκρατία δεν είναι μόνο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, εκτόνωσης συναισθημάτων και διεκδίκησης ταυτοτήτων. Δεν την εξυπηρετούν οι εύκολες, ανέξοδες λύσεις και ρητορικές. Είναι, πέρα και πάνω από όλα αυτά, η υψηλή τέχνη της συνύπαρξης, η αναζήτηση του γενικού και καθολικού συμφέροντος, η υποχώρηση του εγώ για το συλλογικό εμείς. Η αναμέτρηση με το πολιτικό κόστος και η τόλμη για τη μεταρρύθμιση και τη διόρθωση των χρόνιων παθογενειών της Πολιτείας μας. Είναι η προστασία των ευάλωτων και η αλληλεγγύη, η ισότητα των φύλων, η συμπερίληψη και η ανεκτικότητα. Η ενσυναίσθηση και η παραδειγματική στάση των πολιτικών και η ζωντανή επαφή με την κοινωνία και τις ανάγκες της. Η εμπέδωση της δικαιοσύνης, της λογοδοσίας και της αξιοκρατίας των θεσμών».