16 Νοεμβρίου, 2024

Οι εξαγωγές ουκρανικών σιτηρών δεν θα φτάσουν στα 3 εκατ. τόνους τον Νοέμβριο

Οι εξαγωγές ουκρανικών σιτηρών δεν θα φτάσουν στα 3 εκατομμύρια τόνους το Νοέμβριο, καθώς η Ρωσία προσπαθεί να περιορίσει τις επιθεωρήσεις πλοίων σε λιμάνια, όπως δήλωσε αργά χθες το βράδυ, ο Ουκρανός υπουργός Υποδομών Αλεξάντερ Κουμπράκοφ.

Τον Οκτώβριο περίπου 4,2 εκατομμύρια τόνοι σιτηρών εξήχθησαν από τα ουκρανικά λιμάνια, όπως ανέφερε ο Κουμπράκοφ στη σελίδα του στο Facebook.

"Τα τελωνεία πραγματοποιούσαν 40 ελέγχους την ημέρα, ενώ τώρα, εξαιτίας της ρωσικής στάσης πραγματοποιούνται πέντε φορές λιγότεροι έλεγχοι”, είπε ο ίδιος.

Μία συμφωνία, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να βοηθηθεί η Ουκρανία για να εξάγει τα αγροτικά προϊόντα της και να προστατευτεί ο διάδρομος μεταφοράς από τρία λιμάνια στη Μαύρη Θάλασσα αρχικά επιτεύχθηκε τον Ιούλιο, ενώ παρατάθηκε για τέσσερις μήνες στα μέσα Νοεμβρίου.

Η Ουκρανία και η Ρωσία έχουν σημαντική θέση στις εξαγωγές σιτηρών σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ συμφώνησαν πως ομάδες ελεγκτών θα ελέγχουν τα πλοία, ώστε να διασφαλιστεί ότι ούτε άνθρωποι για τους οποίους ισχύουν απαγορεύσεις, αλλά ούτε και απαγορευμένα αγαθά θα εισάγονται ή θα εξάγονται από τα ουκρανικά λιμάνια.

Ωστόσο, οι ουκρανικές εξαγωγές εξελίσσονται σε πιο αργούς ρυθμούς με το Κίεβο να κατηγορεί την άρνηση της Ρωσίας να επιταχύνει τις επιθεωρήσεις των πλοίων.

Σύμφωνα με τον Κουμπράκοφ, 77 πλοία περιμένουν στην ουρά προκειμένου να επιθεωρηθούν στην Τουρκία, ενώ τα τρία λιμάνια στη Μαύρη Θάλασσα κάνουν χρήση μόνο του 50% της εξαγωγικής τους ικανότητας.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν είχε δηλώσει τον Σεπτέμβριο ότι η Ρωσία και ο αναπτυσσόμενος κόσμος "εξαπατήθηκαν” από τη συμφωνία για τα ουκρανικά σιτηρά που επιτεύχθηκε με τη διαμεσολάβηση του ΟΗΕ, διανέμοντας τα σιτηρά στις χώρες του διεθνούς οργανισμού.

Το Σάββατο, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι φιλοξένησε μία διάσκεψη στο Κίεβο με συμμάχους της Ουκρανίας για την ενεργοποίηση ενός σχεδίου εξαγωγής σιτηρών οικονομικής αξίας 150 εκατομμυρίων δολαρίων (144,47 εκατομμυρίων ευρώ) σε χώρες που είναι περισσότερο ευάλωτες στην πείνα και στην ξηρασία.

ΑΠΕ-ΜΠΕ