30 Οκτωβρίου, 2024

Η Ελλάδα αναπτύσσεται, οι Έλληνες φτωχαίνουν: Οι FT λύνουν τον γρίφο

Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται όμως οι Έλληνες φτωχαίνουν. Δημοσίευμα των Financial Times λύνει τον γρίφο αυτής της παραδοξότητας, παρουσιάζοντας δείκτες και στοιχεία που αποδεικνύουν πως «η πληγή στην ελληνική κοινωνία είναι ανοιχτή», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Πράγματι, η οικονομία της Ελλάδας πετυχαίνει θετικές επιδόσεις μεταξύ των καλύτερων στην ΕΕ, αναφέρει αρχικά το άρθρο των Financial Times, επισημαίνοντας όμως το παράδοξο: Την ίδια ώρα που η χώρα καταγράφει πράγματι μεταξύ των καλύτερων πρόσφατων επιδόσεων στην Ευρωζώνη, έχει γίνει και η φτωχότερη μεταξύ αυτών.

Το βρετανικό μέσο επιχειρεί να δει από μία άλλη σκοπιά «την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας» μετά την πανδημία εντάσσοντάς τη σε ιστορικό πλαίσιο.

Τι λένε οι αριθμοί για την ελληνική οικονομία

Όπως αναφέρει η Ελλάδα συγκαταλέγεται πράγματι στις χώρες με τις καλύτερες πρόσφατες επιδόσεις της ευρωζώνης, αλλά έχει γίνει και η φτωχότερη.

Μόλις την περασμένη εβδομάδα, ο οίκος αξιολόγησης S&P έγινε ο τελευταίος οίκος που έπλεξε το εγκώμιο της Ελλάδας, καθώς αναθεώρησε τις προοπτικές της χώρας σε «θετικές». Αυτό συνέβη στο πλαίσιο της ανάληψης από τις ελληνικές αρχές «μιας ευρείας κλίμακας ατζέντας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της αντιμετώπισης μακροχρόνιων σημείων συμφόρησης», η οποία ενίσχυσε την ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.

Όπως αναφέρει το δημοσίευμα οι θετικές προοπτικές αντανακλούν την προσδοκία του οίκο ότι το αυστηρό δημοσιονομικό καθεστώς θα συνεχίσει να ωθεί τη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους, ενώ η ανάπτυξη θα συνεχίσει να ξεπερνά τις αντίστοιχες της Ελλάδας στην ευρωζώνη.

Προς αυτή την κατεύθυνση, τα νέα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat τη Δευτέρα έδειξαν ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10,8 ποσοστιαίες μονάδες στο 162% το 2023.

Την ίδια ώρα η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2% το 2023, ξεπερνώντας τη συρρίκνωση της Γερμανίας κατά 0,3%. Από το 2019, πριν από την πανδημία, η χώρα αναπτύχθηκε με σχεδόν διπλάσιο ρυθμό από τον αντίστοιχο της ευρωζώνης. Την περασμένη εβδομάδα το ΔΝΤ δήλωσε ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2% και φέτος και θα συνεχίσει να ξεπερνά τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της νομισματικής ένωσης για τα επόμενα δύο χρόνια.

Οι επιδόσεις του τουρισμού – που συμβαδίζουν με τη βελτίωση της αγοράς εργασίας και την ανάκαμψη της κατανάλωσης – βοηθούν. Το ίδιο και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην άρση των εμποδίων στην ανάπτυξη, όπως η αύξηση της ψηφιακής πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες, η επιτάχυνση των δικαστικών αποφάσεων και η βελτίωση της διαφάνειας και των δημόσιων οικονομικών.

Όπως δήλωσε στη FTAV ο οικονομολόγος της BNP Paribas Guillaume Derrien: «Η ανανεωμένη πολιτική σταθερότητα και η απότομη δημοσιονομική εξυγίανση καθιστούν την Ελλάδα πολύ πιο ελκυστική χώρα για επενδύσεις από ό,τι στο παρελθόν».

Στους φτωχότερους της ΕΕ οι Έλληνες

Ωστόσο, η ανάκαμψη έχει μόλις και μετά βίας ανεβάσει ελαφρώς το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ τα τελευταία δύο χρόνια – και όχι αρκετά για να τους βγάλει από τη θέση τους ως τους φτωχότερους ανθρώπους στην ευρωζώνη.

Όπως διαπιστώνουν οι FT αυτό είναι κάτι σχετικά νέο για την Ελλάδα, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν παρόμοιο με αυτό του μέσου όρου της ΕΕ μέχρι το 2009.

Όμως, από τότε, σε 10 χώρες το βιοτικό επίπεδο αυξήθηκε πάνω από αυτό της Ελλάδας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι η δεύτερη φτωχότερη χώρα στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία και η φτωχότερη στο μπλοκ του κοινού νομίσματος.

Οι δυσοίωνες προβλέψεις για την προοπτική της Ελλάδας δεν σταματούν από τους FT που σημειώνουν πως με το χάσμα με τη Βουλγαρία να μειώνεται απότομα, δεν είναι παράλογο να περιμένουμε ότι η Ελλάδα θα γίνει σύντομα η φτωχότερη χώρα της ΕΕ.

Πώς εξηγούνται όμως αυτές οι αντίθετες ιστορίες ισχυρής ανάκαμψης και φτώχειας;

Κατά τους FT η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της λιτότητας που ακολούθησε την κρίση του 2010. Οι ελληνικές δαπάνες περικόπηκαν και οι φόροι αυξήθηκαν για να εξασφαλιστεί η διάσωση από το ΔΝΤ και την ΕΕ, συμπιέζοντας τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και κατεδαφίζοντας την οικονομία. Η έκταση της οικονομικής ζημίας ήταν τεράστια για καιρό ειρήνης.

Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε σχεδόν κατά 30%. Το 2016, οι καταναλωτικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 24% σε σχέση με το 2007, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 20% και οι επενδύσεις κατακρημνίστηκαν κατά 65%. Την ίδια περίοδο, η μεταποιητική δραστηριότητα μειώθηκε σχεδόν στο μισό, το λιανικό εμπόριο και η επαγγελματική δραστηριότητα συρρικνώθηκαν κατά σχεδόν το ένα τρίτο. Η ανεργία εκτοξεύθηκε σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, σχεδόν στο 30%.

Η οικονομική κατάρρευση συγκρίσιμη μόνο με τη Μεγάλη Ύφεση

Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία είναι σήμερα περίπου 19% μικρότερη από ό,τι το 2007 – παρά την ισχυρή ανάκαμψη της χώρας μετά την πανδημία – ενώ η οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της έχει αυξηθεί κατά 17%.

Το οικονομικό πλήγμα είναι σχεδόν πρωτοφανές στη σύγχρονη εποχή, συγκρίσιμο μόνο με τη Μεγάλη Ύφεση των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930, σημειώνει ο Γιώργος Λαγαρίας επικεφαλής οικονομολόγος της Mazars Wealth Management.

Οι πραγματικοί μισθοί μειώνονταν σταθερά μέχρι το 2022, την τελευταία διαθέσιμη τιμή στη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ, και είναι μειωμένοι κατά 30% σε σχέση με τα προ της χρηματοπιστωτικής κρίσης επίπεδα, αφήνοντας τη χώρα με έναν από τους χαμηλότερους μέσους μισθούς μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών.

Ο κατασκευαστικός τομέας – σημαντικός μοχλός ανάπτυξης πριν από την κρίση – έχει σχεδόν εκμηδενιστεί. Οι επενδύσεις σε κατοικίες, οι οποίες αντιπροσώπευαν πάνω από το 10% του ΑΕΠ στο αποκορύφωμα της φούσκας του 2008, έχουν έκτοτε κατρακυλήσει στο 2% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Όπως λέει ο Derrien της BNP: «Η Ελλάδα έχει πλέον ένα λιγότερο ανισόρροπο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης -κάτι που είναι θετικό- αλλά η πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας δεν έχει ακόμη εξισορροπηθεί πλήρως από την επέκταση σε νέους τομείς».

Η «κατάρα» για μια ολόκληρη γενιά

Υπάρχουν επίσης ανησυχίες για τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της χώρας. Ο κ. Λαγκάριας υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη με περιορισμένη μόχλευση (σ.σ. επενδυτικό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο απαιτείται από τον επενδυτή να καταβάλει μόνο ένα μέρος της συνολικής αξίας της θέσης που επιθυμεί να λάβει. Ο πάροχος του προϊόντος υπό μόχλευση είναι εκείνος που δανείζει το υπόλοιπο ποσό) -που είναι η περίπτωση της Ελλάδας- θα παραμείνει υποτονική και προβλέπει ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια «επίμονων μεταρρυθμίσεων» για να επιστρέψει η Ελλάδα στο σημείο που βρισκόταν το 2007.

Οι χαμηλές επενδύσεις και η υποτονική παραγωγικότητα συνεχίζουν επίσης να περιορίζουν το οικονομικό δυναμικό της Ελλάδας, σύμφωνα με τον Derrien. Στην τελευταία του έκθεση για τη χώρα, το ΔΝΤ αναφέρει επίσης την κλιματική αλλαγή ως κίνδυνο – καθώς το 90% των τουριστικών υποδομών της χώρας και το 80% των βιομηχανικών δραστηριοτήτων βρίσκονται σε περιοχές που εκτίθενται σε υψηλούς κλιματικούς κινδύνους – και τα ολοένα και πιο θλιβερά δημογραφικά στοιχεία.

Οι γεννήσεις στην Ελλάδα μειώθηκαν σε χαμηλό εννέα δεκαετιών το 2022, επιδεινώνοντας τη γήρανση και τη συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας, καθώς πολλοί νέοι εγκαταλείπουν τη χώρα κάθε χρόνο.

Καταληκτικά, το άρθρο των FT αναφέρει πως ναι μεν η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας είναι για πανηγυρισμούς, όμως θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο μιας «αξιοσημείωτης οικονομικής κρίσης που την έχει αφήσει σε μια τρύπα από την οποία μπορεί να χρειαστεί μια ολόκληρη γενιά για να βγει».

Πηγή: ieidiseis.gr