21 Νοεμβρίου, 2024

Ανακαλύφθηκε γονίδιο που μπορεί να επηρεάζει τη μακροζωία

 Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης ανακάλυψαν ότι μια συγκεκριμένη πρωτεΐνη, γνωστή ως OSER1, έχει σημαντική επίδραση στη μακροζωία. Επειδή η πρωτεΐνη υπάρχει σε διάφορα ζώα, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι νέα ευρήματα ισχύουν και για τον άνθρωπο.

«Εντοπίσαμε αυτή την πρωτεΐνη που μπορεί να παρατείνει τη μακροζωία. Είναι ένας νέος παράγοντας υπέρ της μακροζωίας και μια πρωτεΐνη που υπάρχει σε διάφορα ζώα, όπως φρουτόμυγες, νηματώδη, μεταξοσκώληκες αλλά και στον άνθρωπο», δήλωσε η Λένε Ρασμούσεν, επικεφαλής συγγραφέας της νέας μελέτης και καθηγήτρια στο Κέντρο για την Υγιή Γήρανση στο Τμήμα Κυτταρικής και Μοριακής Ιατρικής του πανεπιστημίου.

Ανοίγει ο δρόμος για νέες θεραπείες

Οι ερευνητές ανακάλυψαν την πρωτεΐνη OSER1 όταν μελέτησαν μια μεγαλύτερη ομάδα πρωτεϊνών που ρυθμίζονται από τον κύριο μεταγραφικό παράγοντα FOXO, γνωστό ως ρυθμιστικό κέντρο μακροζωίας.

«Εντοπίσαμε 10 γονίδια, τα οποία όταν αλλάξαμε την έκφρασή τους, επηρέασαν τη μακροζωία. Αποφασίσαμε να επικεντρωθούμε σε ένα από αυτά τα γονίδια που επηρέαζαν περισσότερο τη μακροζωία, που ονομάζεται γονίδιο OSER1», λέει ο Li.

Όταν ένα γονίδιο σχετίζεται με μικρότερη διάρκεια ζωής, ο κίνδυνος πρόωρης γήρανσης και ασθενειών που σχετίζονται με την ηλικία, αυξάνεται. Επομένως, η γνώση του τρόπου λειτουργίας του OSER1 στα κύτταρα και στα προκλινικά ζωικά μοντέλα, είναι ζωτικής σημασίας για τη συνολική μας γνώση για την ανθρώπινη γήρανση και την ανθρώπινη υγεία γενικά, λένε οι ερευνητές.

«Επί του παρόντος, επικεντρωνόμαστε στην αποκάλυψη του ρόλου του OSER1 στους ανθρώπους, αλλά η έλλειψη υπάρχουσας βιβλιογραφίας αποτελεί πρόκληση, καθώς υπάρχουν ελάχιστες μελέτες για αυτό το θέμα. Η νέα μελέτη είναι η πρώτη που δείχνει ότι το OSER1 είναι ένας σημαντικός ρυθμιστής της γήρανσης και της μακροζωίας.

Οι ερευνητές ελπίζουν ότι ο εντοπισμός και ο χαρακτηρισμός του OSER1 θα παράσχει νέους στόχους φαρμάκων για παθήσεις που σχετίζονται με την ηλικία, όπως μεταβολικές ασθένειες, καρδιαγγειακές και νευροεκφυλιστικές.

Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Communications».

ΠΗΓΗ: Medicalxpress

ertnews.gr